Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019

Κινηματογράφος: «Στα όρια του ελέγχου» (2009)

ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

«THE LIMITS OF CONTROL»




    Ένας μυστηριώδης, καλοντυμένος και μοναχικός άνδρας (Άιζακ ντε Μπανκολέ) αναλαμβάνει μία αόριστη, επικίνδυνη αποστολή σε ένα αεροδρόμιο. Για να τη φέρει εις πέρας, ταξιδεύει στην Ισπανία (απ’ τη Μαδρίτη στη Σεβίλλη και από την επαρχία στην έρημο) όπου συναντά μεμονωμένους ανθρώπους σε προκαθορισμένα ραντεβού. Με καθέναν από αυτούς εμπλέκεται σε αινιγματικούς διαλόγους, ανταλλάσσει σπιρτόκουτα με κρυμμένα μηνύματα και κατόπιν αυτοί αποχωρούν. Κάθε τέτοια συνάντηση τον φέρνει εγγύτερα στον στόχο της αποστολής του. Ταυτόχρονα, περιδιαβαίνει σαν τουρίστας τις ισπανικές πόλεις, βυθίζεται στην τοπική κουλτούρα και περιοδικά κοιμάται με μία συγκεκριμένη κοπέλα που μοιάζει να τον παρακολουθεί, χωρίς να κάνουν σεξ. Τις νύχτες μένει άυπνος και τα πρωινά εκτελεί ασκήσεις διαλογισμού. Λακωνικός και αποτελεσματικός, είναι ένας επαγγελματίας δολοφόνος.
    Μία τετραετία μετά την ανάμειξη των συμβάσεων της ρομαντικής κομεντί και της ταινίας δρόμου με το ιδιάζον, νωχελικό και εγκεφαλικό προσωπικό του ύφος στα Τσακισμένα λουλούδια, ο Τζιμ Τζάρμους προσεγγίζει το είδος του κινηματογραφικού θρίλερ. Τώρα όμως δεν παρασκευάζει απλώς ένα υβριδικό κοκτέιλ, μα επιχειρεί να αποδομήσει τις συμβάσεις της αφηγηματικής κατηγορίας και να ανατρέψει τις προσδοκίες του κοινού, όπως είχε πράξει με τον Νεκρό (για το γουέστερν) και το Γκοστ Ντογκ (για το γκανγκστερικό φιλμ). Το αποτέλεσμα είναι ένα αργόσυρτο, ατμοσφαιρικό θρίλερ με σουρεαλιστική υφή και χωρίς ίχνος σασπένς ή χιούμορ, ούτε καν το σύνηθες ιδιόρρυθμο χιούμορ του δημιουργού. Ο πρωταγωνιστής σκιαγραφείται μεν ως μείξη του κλασικού τζαρμουσιανού κεντρικού χαρακτήρα – απομονωμένος από τον κόσμο, λιτός, λακωνικός – και του ήρωα από το διάσημο ψυχεδελικό νεονουάρ Ο επαναστάτης του Αλκατράζ (1967), φαίνεται παντελώς επίπεδος και υπανάπτυκτος δε. Η ταινία είναι αναγνωρίσιμη ως δημιούργημα του σκηνοθέτη της (επεισοδική δομή, επαναλήψεις, τελετουργικά πρωτόκολλα, έμφαση σε νεκρές στιγμές αναμονής, συναντήσεων και σιωπών, νωχελικοί ρυθμοί, εκκεντρικοί χαρακτήρες), αλλά μοιάζει ταυτόχρονα διαποτισμένη από τη στυλιζαρισμένα μυστηριακή και γριφώδη αισθητική του σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς. Ωθώντας στα άκρα ορισμένα από τα στοιχεία της γραφής του και εξαλείφοντας άλλα, ο Τζάρμους δοκιμάζει να αναμορφώσει την καλλιτεχνική συνταγή του υπερβαίνοντας τη μεταμοντέρνα παρωδία προς μία αλληγορική κατεύθυνση με ρητό περιεχόμενο, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Τσακισμένα λουλούδια» (2005)

ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

«BROKEN FLOWERS»



    Ο Ντον Τζόνστον, ένας γερασμένος, ευκατάστατος, αλλά συνταξιοδοτημένος και παραιτημένος από τα πάντα Αμερικανός επιχειρηματίας, λάτρης των γυναικών και ορκισμένος εργένης, δέχεται την αμφισβητούμενης γνησιότητας επιστολή μίας ανώνυμης, προ εικοσαετίας ερωμένης του, τη στιγμή που βιώνει με απάθεια έναν ακόμα χωρισμό. Η αποστολέας τον πληροφορεί ότι η σύντομη σχέση τους την άφησε με έναν γιο ο οποίος τώρα αναζητά τον πατέρα του. Παρά τους δισταγμούς του, ο Ντον δέχεται τελικά τις συμβουλές του μοναδικού του φίλου – ενός ενεργητικού Τζαμαϊκανού οικογενειάρχη γείτονά του από την εργατική τάξη, παθιασμένου με τα αστυνομικά μυστήρια – και διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη τις ΗΠΑ, πάντα με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι, επισκεπτόμενος παλιές του συντρόφους μέχρι να συναντήσει τον άγνωστο γιο του…
    Μείγμα κομεντί και ταινίας δρόμου, τα Τσακισμένα λουλούδια είναι η πρώτη «κανονική» ταινία του Τζιμ Τζάρμους μετά το μινιμαλιστικό πείραμα του Καφέ και τσιγάρα (2003). Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης αφηγείται με εικόνες και λέξεις μία συμβατική ιστορία την οποία μετατρέπει σε μία στυλιζαρισμένη, θραυσματική τοιχογραφία εκκεντρικών χαρακτήρων και καταστάσεων, διάστικτη από την προσωπική του σφραγίδα, μα πλήρως προσβάσιμη από το ευρύ κοινό. Ένα φιλμ με διακριτικό χιούμορ, χωρίς κλισέ ή μελοδραματικές εξάρσεις, που εκτυλίσσεται κυρίως σε δωμάτια μοτέλ, σε αεροδρόμια και στους ατέλειωτους δρόμους μιας επαρχιακής Αμερικής, όσο ο πρωταγωνιστής οδηγεί νοικιασμένα οχήματα στην καταπράσινη ύπαιθρο ή στα καταθλιπτικά προάστια, ακούγοντας δανεική μουσική. Διαθέτοντας νωχελική ατμόσφαιρα και περιστασιακές ρήξεις της ρεαλιστικής αφήγησης μόνο σε μετρημένες, σποραδικές δόσεις, τα Τσακισμένα λουλούδια μοιάζουν όχι τόσο με μία απόπειρα ενσυνείδητης αποδόμησης της συμβατικής κομεντί και της ταινίας δρόμου – όπως έπραξε ο Νεκρός για το γουέστερν, ή το Γκοστ Ντογκ για το γκανγκστερικό φιλμ – όσο με ένα απρόσμενο υβρίδιο τέτοιων ταινιών με το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Καφές και τσιγάρα» (2003)

ΚΑΦΕΣ ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΑ

«COFFEE AND CIGARETTES»




    Τέσσερα χρόνια μετά το Γκοστ Ντογκ, ο Τζιμ Τζάρμους παρουσιάζει μία ιδιαίτερη, προσωπική ταινία, κινούμενη μεταξύ σπονδυλωτής φάρσας και σινεφίλ πειράματος, επιστρέφοντας στη φόρμα της ανθολογίας για τρίτη φορά – είχαν προηγηθεί Το τραίνο του μυστηρίου (1989) και το Μια νύχτα στον κόσμο (1991). Ο Καφές και τσιγάρα αποτελείται από έντεκα ανεξάρτητα επεισόδια-βινιέτες, με κάποια να έχουν γυριστεί σποραδικά κατά την προηγούμενη εικοσαετία ως ταινίες μικρού μήκους. Κάθε επεισόδιο εκτυλίσσεται σε ένα τραπέζι καφετέριας – εκεί, δύο άτομα, περιστασιακά και τρία, συνομιλούν φυσικότατα για τετριμμένα πράγματα (όπως… ο καφές και το κάπνισμα) ή ανταλλάσσουν παραλογισμούς, πίνοντας τόνους καφέ και καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα. Ένα εντυπωσιακό καστ παλιών γνωστών του σκηνοθέτη επανδρώνει το εγχείρημα μπροστά και πίσω από την κάμερα (εμφανίζονται οι Ρομπέρτο Μπενίνι, Στιβ Μπουσέμι, Κέιτ Μπλάνσετ, Ίγκυ Ποπ, Τομ Γουέιτς, Μπιλ Μάρεϊ, Άλφρεντ Μολίνα, RZA, GZA και άλλοι καλλιτέχνες, ενώ κινηματογραφούν τέσσερις διαφορετικοί διευθυντές φωτογραφίας), με ορισμένους ηθοποιούς να υποδύονται μία καρικατούρα του διάσημου εαυτού τους, όσο η παντελής έλλειψη κεντρικού αφηγηματικού ιστού – ακόμα και στοιχειώδους πλοκής σε ορισμένα επεισόδια – χαρίζει έναν αβάν-γκαρντ αέρα στο εγχείρημα. Το μπεκετιανής αύρας τελικό επεισόδιο, σεναριακά ελλειπτικό, αισθητικά ατμοσφαιρικότατο και νοηματικά αδιαπέραστο, επιχειρεί να προσδώσει κάποια ίχνη συνοχής στο σύνολο μέσω της επανάληψης, μα αποτυγχάνει με χάρη, αναδίδοντας αντ’ αυτού μία αυτοτελή, μυστηριακή αίσθηση του θαυμαστού διαποτισμένη από γλυκιά μελαγχολία.

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Γκοστ Ντογκ: Ο τρόπος των σαμουράι» (1999)

ΓΚΟΣΤ ΝΤΟΓΚ: Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪ

«GHOST DOG: THE WAY OF THE SAMURAI»



    Ο «Γκοστ Ντογκ» (Φόρεστ Γουάιτακερ) είναι ένας μαύρος επαγγελματίας εκτελεστής που αναλαμβάνει συμβόλαια θανάτου για τη Μαφία, σε μια ανώνυμη μεγαλούπολη της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ. Μοναχικός, μεθοδικός, αποτελεσματικός και σχεδόν αόρατος, μένει σε μια ταράτσα όπου εκτρέφει ταχυδρομικά περιστέρια – το μόνο μέσον επικοινωνίας του με τον εξωτερικό κόσμο. Ακολουθώντας έναν αρχαίο κώδικα τιμής των σαμουράι της μεσαιωνικής Ιαπωνίας, έχει αυτοχριστεί ακόλουθος του Λούι – ενός μεσήλικα μαφιόζου ιταλικής καταγωγής. Τον συναντά μόνο την πρώτη μέρα κάθε φθινοπώρου, προκειμένου να πληρωθεί για τις δουλειές που έφερε εις πέρας κατά το προηγούμενο έτος. Όταν όμως η κόρη του Δον της οικογένειας γίνεται κατά λάθος μάρτυρας μίας δολοφονίας, η Μαφία ζητά από τον Λούι το κεφάλι του Γκοστ Ντογκ επί πίνακι…
    Τέσσερα χρόνια μετά τον αριστουργηματικό Νεκρό, ο Τζιμ Τζάρμους επέστρεψε το 1999 δυναμικά με το Γκοστ Ντογκ: μία μεταμοντέρνα παρωδία των γκαγκστερικών ταινιών, φιλτραρισμένη μέσα από την προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή ματιά του δημιουργού. Το παρηκμασμένο αστικό σκηνικό της πρώιμης φιλμογραφίας του συναντιέται εδώ με τις κυρίαρχες θεματικές του Νεκρού: με την παρακμή και φθορά του πολιτισμού μας, με απομονωμένα άτομα που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της κοινωνίας και στα σημεία των καιρών. Οι ξεπεσμένοι Ιταλοαμερικανοί μαφιόζοι, μεσήλικες, χρεοκοπημένοι, ανίκανοι να πληρώσουν ακόμα και το νοίκι τους, ο γαλλόφωνος παγωτατζής – μοναδικός φίλος του ήρωα – αλλά και ο ίδιος ο Γκοστ Ντογκ, ο οποίος εμμένει αυτοκαταστροφικά σε μία αρχαία παράδοση προκαλώντας τη νέμεσή του, συνιστούν αφηγηματικούς φορείς των εν λόγω προβληματισμών. Με τα λόγια του πρωταγωνιστή: «Εγώ κι ο Λούι καταγόμαστε από διαφορετικές αρχαίες φυλές. Και τώρα είμαστε και οι δύο υπό εξαφάνιση. Καμιά φορά, πρέπει να μένεις πιστός στους αρχαίους τρόπους, της παλιάς σχολής.» Ο κόσμος αλλάζει, μοιάζει να διακηρύττει ο Τζάρμους, και οι παλιές βεβαιότητες εξαφανίζονται γοργά. Το αναπόφευκτο της αλλαγής συμπυκνώνεται στο φινάλε με ένα έξυπνο σχόλιο: τόσο τον Γκοστ Ντογκ όσο και τον Δον της οικογένειας τους διαδέχονται γυναίκες, κόντρα στα έμφυλα στερεότυπα. Δεδομένης της προηγούμενης φιλμογραφίας του δημιουργού, πίσω από αυτή την εμμονή με τη διαρκή μεταβολή και την παρακμή, βλέπει κανείς να ξεπροβάλει ολοκάθαρα ως προβληματισμός η μετανεωτερική έκλειψη του νοήματος και η αποσάθρωση των ουσιοκρατικών φιλοσοφικών στηριγμάτων του Διαφωτισμού.

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Κινηματογράφος: «Ο νεκρός» (1995)

Ο ΝΕΚΡΟΣ

«DEAD MAN»



     Ένα ατμοσφαιρικότατο διαμάντι του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τζιμ Τζάρμους, Ο νεκρός είναι ένα μυσταγωγικό ταξίδι στο πολιτισμικό ασυνείδητο της νεωτερικής Δύσης, αιθέριο και λυρικό, μια ελεγεία για την παρακμή του σύγχρονου τεχνολογικού κόσμου με τη φόρμα του ποιητικού νεογουέστερν. Η ιστορία μοιάζει προσχηματική: ο Ουίλιαμ Μπλέικ, ένας λογιστής από το Κλήβελαντ του 19ου αιώνα που υποδύεται θαυμάσια ο Τζόνι Ντεπ, ταξιδεύει με το τραίνο δυτικά, σε μια βιομηχανική συνοριακή πόλη ονόματι «Μηχανή» προς αναζήτηση εργασίας. Εκεί συναντά την πρώην πόρνη Θελ, της οποίας ο φίλος τούς πιάνει στο κρεβάτι. Ο Μπλέικ αναγκάζεται να αφεθεί στην αγριότητα του τοπίου, με μια σφαίρα καρφωμένη στο στήθος και κατηγορούμενος για διπλό φόνο.
    Τον ακολουθούν ψυχοπαθείς κυνηγοί κεφαλών, ενώ το ταξίδι του αυτό, παρέα με έναν εκκεντρικό, μεγαλόσωμο ερημίτη Ινδιάνο με παιδεία λευκού που αυτοαποκαλείται Κανένας και θεωρεί τον Μπλέικ μετενσάρκωση του διάσημου ομώνυμου ποιητή, μοιάζει με μια εκτεταμένη σκηνή θανάτου, όπου ο ήρωας μετατρέπεται εκούσια σε πιόνι της μοίρας. Κατά την πορεία τους προς τον ωκεανό, όπου ο Κανένας σκοπεύει να απελευθερώσει το φυλακισμένο πνεύμα του Μπλέικ με μια ινδιάνικη νεκρώσιμη τελετουργία, συναντούν έναν βάρβαρο κόσμο αποσύνθεσης, βίας και χάους, φερμένο απ’ τους λευκούς εποίκους, σε αντιδιαστολή με τον περισσότερο ευγενικό και φυσικό τρόπο ζωής των γηγενών της Βορείου Αμερικής.

Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Κινηματογράφος: «Ο άνθρωπος αντίγραφο» (2013)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

«ENEMY»



    Ύστερα από την τελευταία γαλλόφωνη ταινία του, η οποία του προσέδωσε διεθνή φήμη (Μέσα από τις φλόγες), ο Γαλλοκαναδός Ντενίς Βιλνέβ υπογράφει το πρώτο του φιλμ στα αγγλικά, σε μία καναδοϊσπανική συμπαραγωγή με διάσημο χολιγουντιανό πρωταγωνιστή (Τζέικ Γκίλενχαλ). Ο άνθρωπος αντίγραφο αποτελεί διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ζοζέ Σαραμάγκου, ταυτόχρονα αλλόκοτη και υποβλητική, υποτονική και σαρδόνια, νωχελική και αόριστα απειλητική. Έχοντας εμφανή υφολογικά χρέη στο σινεμά των Ντέιβιντ Λιντς και Ρομάν Πολάνσκι, το εικαστικά άψογο αυτό ψυχολογικό θρίλερ συνιστά έναν γρίφο προς αποκωδικοποίηση, ένα αίνιγμα πλημμυρισμένο από σουρεαλιστικές εικόνες και με διάχυτη την αίσθηση κάποιου πνιγηρού εφιάλτη.
    Βλέπουμε τον μελαγχολικό και εσωστρεφή Άνταμ – καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο μιας ανώνυμης καναδικής μεγαλούπολης (Τορόντο;) – να βυθίζεται στη ρουτίνα και τη μοναξιά, ενώ το επάγγελμα και η ερωτική του σχέση με την όμορφη Μέρι τον αφήνουν εμφανώς ανικανοποίητο. Όταν τυχαίνει να δει σε μία τοπική κινηματογραφική παραγωγή έναν τριτοκλασάτο ηθοποιό εμφανισιακά πανομοιότυπο με τον ίδιο, μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, παθιάζεται με την αλλόκοτη αυτή σύμπτωση και επιχειρεί να τον συναντήσει. Ο Άντονι, παντρεμένος με την έξι μηνών έγγυο Έλεν την οποία προσφάτως έχει απατήσει, αποδεικνύεται πως διαθέτει χαρακτήρα τελείως αντίθετο από του Άνταμ, ζωή με πολλούς παραλληλισμούς, αλλά και μια επικίνδυνη εμμονή με το άλλο φύλο. Η σύγκρουσή τους αναπόφευκτη.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Κινηματογράφος: «Holy Motors» (2012)

HOLY MOTORS



    Ο Όσκαρ είναι ένας μυστηριώδης ηθοποιός ο οποίος ξοδεύει τις μέρες του αναλαμβάνοντας ολιγόωρες, διαδοχικές αποστολές, για λογαριασμό κάποιας άγνωστης υπηρεσίας, κατά τις οποίες υποδύεται παράξενους ρόλους σε διάφορα σημεία του Παρισιού. Μεταξύ των ποικίλων «ραντεβού» του μετακινείται με μία λευκή λιμουζίνα, ένα κινούμενο βεστιάριο, που οδηγεί η πιστή του Σελίν. Είναι εμφανές ότι ο χαμελαίων Όσκαρ είναι μόνο ένας υπάλληλος ανάμεσα σε πολλούς, ο καθένας με τη δική του λευκή λιμουζίνα. Εμείς παρακολουθούμε μία τυπική εργάσιμη μέρα του στο Παρίσι.
    Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γάλλου auteur Λεός Καράξ ύστερα από το αμφιλεγόμενο Πόλα Χ του 1999 είναι μία απόκοσμα γοητευτική οδύσσεια, ατμοσφαιρική, υποβλητική και αφηγηματικά άρτια. Ποντάρει στο διάχυτο μυστήριο, στην αμφισημία των εμφανώς αλληγορικών δρώμενων και στα σουρεαλιστικά ευρήματα με τους ευφάνταστους παραλογισμούς, προκειμένου να οικοδομήσει την ανοίκεια αίσθηση κάποιας ανησυχαστικά γνώριμης καθημερινότητας πίσω απ’ τη βιτρίνα του γκροτέσκου και του παράδοξου, πίσω από την αίσθηση αλλόκοτων, παρασκηνιακών ομάδων που κινούνται διακριτικά μες στη μητρόπολη διεκπεραιώνοντας ήσυχα τους ακατανόητους στόχους τους. Καθαρές απαντήσεις δεν δίνονται ποτέ, μονάχα περιστασιακοί υπαινιγμοί, και η έμφαση δίνεται στα επαγγελματικά ραντεβού του ήρωα, με το καθένα να παραπέμπει σαρδόνια σε κάποιο διαφορετικό κινηματογραφικό είδος, ενώ ταυτοχρόνως ξεχειλίζει από εμφανή πλαστότητα και αφήνει ατόφια την εντύπωση ακατέργαστου ονείρου.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Κινηματογράφος: «Beyond the Black Rainbow» (2010)

ΚΙΝ/ΓΡΑΦΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

Κινηματογράφος: Στάργκεϊτ (1994, «Stargate»)
Κινηματογράφος: Περιοχή Εννέα (2009, «District 9»)
==>Κινηματογράφος: Beyond the Black Rainbow (2010) <==

BEYOND THE BLACK RAINBOW




    Το Ινστιτούτο Αρμπόρια δημιουργήθηκε κατά τη δεκατία του ’60 για να βελτιώσει την ανθρώπινη κατάσταση μέσω της επιστήμης και της ψυχεδέλειας, στο πλαίσιο των New Age αναζητήσεων της εποχής. Εν έτει 1983, όμως, μόνη του λειτουργία φαίνεται να είναι η διαρκής καταστολή μίας νεαρής, κατατονικής κοπέλας με τηλεκινητικές δυνάμεις, της Έλενα, υπό την επίβλεψη του ημιπαράφρονα ψυχιάτρου Μπέρι Νάιλ, διαδόχου και προστατευόμενου του Δρος Αρμπόρια.
    Ο Πάνος Κοσμάτος, γιος του χολιγουντιανού «εργάτη» Τζορτζ Κοσμάτος (σκηνοθέτη, μεταξύ άλλων, του Περάσματος της Κασσάνδρας, αλλα και των Ράμπο II: Η αποστολή και Κόμπρα, με τον Σιλβέστερ Σταλόνε), κατάφερε το 2010 να δημιουργήσει ένα μικρό διαμάντι, με μόνο έναν μικροσκοπικό προϋπολογισμό αντλημένο κυρίως από τα έσοδα των πωλήσεων DVD της πιο διάσημης ταινίας του πατέρα του, του γουέστερν Σύγκρουση στον πράσινο βάλτο (1993). Το Beyond the Black Rainbow, παρά την υποτυπώδη πλοκή και τους ισχνούς χαρακτήρες, μένει στο μυαλό ως μία αλησμόνητη οπτικοακουστική εμπειρία, ένας εξαιρετικά ατμοσφαιρικός φόρος τιμής στην αισθητική και στους προβληματισμούς της δεκαετίας του ’80 που σημάδεψαν τον δημιουργό στην εφηβεία του. Ένα ανόσιο υβρίδιο του σινεμά των πρώιμων Κρόνενμπεργκ και Κάρπεντερ με ταινίες του Κιούμπρικ, με δείγματα του ιταλικού τζιάλο και με τη σύγχρονη, ρετρό νοσταλγία για την εποχή των συνθεσάιζερ και των φωτισμών νέον, το Beyond the Black Rainbow λειτουργεί αποτελεσματικά ως μία εφιαλτική αλληγορία για τον κοινωνικό έλεγχο.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Κινηματογράφος: «Ο συνήγορος» (2013)

Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ

«THE COUNSELOR»




    Στις συνοριακές πόλεις μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού, σε μια περιοχή μαστιζόμενη από τα ισπανόφωνα καρτέλ ναρκωτικών και τις αιματηρές δοσοληψίες τους, ο «Συνήγορος» (Μάικλ Φασμπέντερ) είναι ένας δικηγόρος μπλεγμένος με τον τοπικό υπόκοσμο: τον ιδιοκτήτη νυχτερινών κλαμπ Ράινερ (Χαβιέρ Μπαρδέμ) και τον μεσάζοντα Γουέστρεϊ (Μπραντ Πιτ). Ενώ είναι ερωτευμένος με τη Λώρα (Πενέλοπε Κρουζ) και ετοιμάζονται να παντρευτούν, αποφασίζει να συμμετάσχει στην πρώτη του μεγάλη παράνομη δουλειά, μια συμφωνία που έχουν οργανώσει με τα καρτέλ οι Ράινερ και Γουέστρεϊ, αναμένοντας κέρδη εκατομμυρίων δολαρίων. Όταν όμως κάτι πηγαίνει στραβά, εξαιτίας της εμπλοκής της πανέξυπνης, γοητευτικής, αλλά επικίνδυνης και καιροσκόπου Μαλκίνα (Κάμερον Ντίαζ), κοπέλας του Ράινερ με τη δική της ατζέντα, ο ήρωας αναγκάζεται να έρθει προσωπικά αντιμέτωπος με την απάνθρωπη βία των καρτέλ και με τις συνέπειες των επιλογών του.
    Μια εξαετία μετά τη μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους (2007) των Αδελφών Κοέν, διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματός του, ο Αμερικανός συγγραφέας Κόρμακ Μακάρθι βλέπει ένα πρωτότυπο σενάριό του να μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από τον αριστοτέχνη της κάμερας Ρίντλεϊ Σκοτ – εμφανώς εξαντλημένου ύστερα από ένα σερί τριών αμφιλεγόμενων ταινιών που δικαίως απέσπασαν χλιαρές κριτικές (Η πλεκτάνη το 2008, Ρομπέν των δασών το 2010, Προμηθέας το 2012). Το εικαστικό χάρισμα του Σκοτ και το ταλέντο του στην επιλογή κατάλληλου επιτελείου συνεργατών λάμπουν και συντονίζονται άψογα με το απολύτως λογοτεχνικό σενάριο του Μακάρθι, με μία αύρα αποτρόπαιου εξωτισμού, προερχόμενη από την πραγματική δικτατορία των καρτέλ εκατέρωθεν των συνόρων (αποκεφαλισμοί, πόλεμοι συμμοριών, συστηματοποιημένη διακίνηση ναρκωτικών, μαζικές εξαφανίσεις γυναικών) και από φανταστικές προεκτάσεις της (συσκευές αποκεφαλισμού υψηλής τεχνολογίας σε χρήση απ’ τον υπόκοσμο, ταινίες σναφ), να βασιλεύει στο υπόβαθρο της αφήγησης.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Λογοτεχνία: «Ο δρόμος» (2006)

Ο ΔΡΟΜΟΣ

«THE ROAD»



«Η σιωπή. Η ξεραΐλα που ανάβλυζε απ' τη γη. Οι λασπωμένες μορφές πλημμυρισμένων πόλεων που 'χαν καεί ως εκεί που φτάναν τα νερά. Σ' ένα σταυροδρόμι ένας τόπος με ογκόλιθους όπου τα διαβασμένα οστά χρησμοδοτών κείτονταν μουχλιασμένα. Ήχος κανείς, μόνο ο άνεμος. Και τι να πεις; Τις πρόφερε άνθρωπος αυτές τις λέξεις; Έξυσε ένα φτερό με τον χαρτοκόπτη του για να γράψει αυτά τα πράγματα σε κορμό ή σε κάρβουνο; Σε κάποια αναγνωρίσιμη στιγμή θεμελιωμένη; Έρχεται να μου κλέψει τα μάτια. Να μου σφραγίσει τα χείλη με χώμα.» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ)



    Ένας ανώνυμος πατέρας και ο μικρός του γιος ταξιδεύουν σε μια εδώ και καιρό κατεστραμμένη γη, σκεπασμένη από τη στάχτη και τα ματωμένα ερείπια του πολιτισμού, προσπαθώντας να αποφύγουν τον επελαύνοντα χειμώνα και να καταφύγουν στον θερμότερο Νότο. Μόνα τους εφόδια, ένας σκισμένος χάρτης κι ένα καρότσι με ισχνά λάφυρα από το πτώμα της προκατακλυσμιαίας Ανθρωπότητας. Στην πορεία τους θα συναντήσουν περιστασιακά άλλους μεμονωμένους πρόσφυγες, επικίνδυνους επιζήσαντες επιδιδόμενους στον κανιβαλισμό και στη λεηλασία. Σ' αυτό τον ατελείωτο εφιάλτη, όπου ο φόβος του Άλλου συνιστά την απόλυτη σταθερά, η μεταξύ τους αφοσίωση είναι το μόνο που τους κρατά ζωντανούς.
    Ο Κόρμακ Μακάρθι, στην τελευταία φάση πλέον της συγγραφικής του καριέρας, στην Αμερική του Πολέμου της Τρομοκρατίας και της κατοχής του Ιράκ μετά την Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, επιλέγει ένα μεταποκαλυπτικό φόντο για το νέο του βιβλίο και διαλέγει να ξετυλίξει μια αφήγηση σημαντικά όμοια με το γνωστότερο μυθιστόρημά του, τον Ματωμένο μεσημβρινό (1985). Το ιστορικό σκηνικό των συνόρων ΗΠΑ - Μεξικού του 1850 εδώ έχει αντικατασταθεί από έναν μελλοντικό μεταποκαλυπτικό κόσμο, μα και στις δύο περιπτώσεις παρακολουθούμε το ταξίδι των πρωταγωνιστών σε μια ατέρμονη υπαίθρια κόλαση. Και στις δύο περιπτώσεις η πλοκή διαπερνάται από μία απαισιόδοξη, χομπσιανή αντίληψη περί της ανθρώπινης φύσης, ως εγγενώς εστιασμένης στον άνευ όρων ανταγωνισμό των ατόμων και στον καθολικό πόλεμο όλων εναντίον όλων. Όμως, καθώς στον Δρόμο τα κίνητρα των πρωταγωνιστών περιορίζονται αποκλειστικά στην αυτοπροστασία και στην επιβίωση με κάθε μέσο, είναι δηλαδή ορθολογικά, γινόμαστε μάρτυρες σε μία κάπως καθαρότερη απεικόνιση της αυθεντικής χομπσιανής περιγραφής της υποθετικής «φυσικής κατάστασης»: μιας αέναης μάχης όπου η βιολογική ορμή για αυτοσυντήρηση διαμορφώνεται σε βούληση επιβολής άνευ όρων και απειλεί τελικά την Ανθρωπότητα με αφανισμό.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Λογοτεχνία: «Ματωμένος μεσημβρινός» (1985)

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ

«BLOOD MERIDIAN»



«Κανείς τους δεν μιλούσε. Ήταν άντρες απ' άλλη εποχή κι ας έφεραν ονόματα χριστιανικά και είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στις ερημιές όπως και οι πατέρες τους. Είχαν μάθει από πόλεμο πολεμώντας, γενιές ολόκληρες κυνηγημένες απ' την ανατολική ακτή στην άλλη άκρη της ηπείρου, απ' τις στάχτες του Γκνάντενχουτεν ίσαμε τα λιβάδια και την έξοδο προς τους δρυμούς της Δύσης. Ακόμα κι αν υπήρχαν ένα σωρό μυστήρια στον κόσμο τα όρια του συγκεκριμένου κόσμου δεν ήταν μυστηριώδη, διότι δεν είχε μετρημό και σύνορο και περιείχε εντός του πλάσματα ακόμα πιο φριχτά κι άντρες άλλων χρωμάτων και όντα που άνθρωπος δεν έχει αντικρίσει ποτέ κι ωστόσο όχι ξένα, ή όχι περισσότερο απ' όσο ένιωθαν ξένες τις καρδιές τους τις ίδιες, μ' ό,τι ερημιά περιείχαν κι ό,τι θηρία.» (μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ)



    1849. Νοτιοδυτικές ΗΠΑ και βόρειο Μεξικό. Το Παιδί, ένας αγράμματος έφηβος επιρρεπής στις βαρβαρότητες και στην αλόγιστη βία, περιπλανάται στη βορειοαμερικανική έρημο παραδέρνοντας μεταξύ Τέξας και Μεξικού μεθώντας, καυγαδίζοντας, κλέβοντας. Οι περιπέτειές του θα τον οδηγήσουν να ενταχθεί σε μία συμμορία μισθοφόρων κυνηγών κεφαλών οι οποίοι συλλέγουν ινδιάνικα σκαλπ, με φόντο έναν φρικτό κόσμο κτηνώδους βίας και διάχυτου ρατσισμού, όπου Αμερικανοί, Μεξικανοί και Ινδιάνοι αλληλοσπαράζονται χωρίς κανένα δισταγμό.
    Ο Αμερικανός Κόρμακ Μακάρθι, έχοντας ήδη στην πλάτη του συγγραφική πορεία είκοσι ετών, δημοσίευσε το 1985 το πιο αναγνωρισμένο του μυθιστόρημα, ένα αναθεωρητικό και αντιηρωικό γουέστερν στηριγμένο σε αληθινά συμβάντα. Ο Ματωμένος μεσημβρινός, ή το κόκκινο του δειλινού στη Δύση πραγματεύεται κατά βάση το ίδιο θέμα με όλη σχεδόν την ύστερη εργογραφία του Μακάρθι, την ανθρώπινη μοχθηρία ως δύναμη της φύσης, με ακραία χομπσιανούς όρους καθολικού πολέμου όλων εναντίον όλων. Το επαναλαμβανόμενο στην εισαγωγή λεκτικό μεταφορικό σχήμα των «ματιών σαν κλουβιά» και η μεταγενέστερη παρατήρηση πως οι πρωταγωνιστές «δεν έχουν περισσότερη συντροφικότητα από ένα τσούρμο πιθήκων» συνοψίζουν αυτή την κοσμοθεωρία των ατόμων ως απομονωμένων ψυχικών νησίδων, ενώ οι τακτικά επανερχόμενες σκηνές νοσηρής βίας και φρίκης, σταθερά στην επικράτεια του γκροτέσκου και μοιάζοντας με ευφάνταστα ευρήματα σπλάτερ ταινίας τρόμου, υπογραμμίζουν τις συνέπειες της αλληλεπίδρασης μεταξύ τέτοιων ατόμων. Η ιδιόρρυθμη γραφή του Μακάρθι – κοφτή, λακωνική, τεταμένη, με ενίοτε βιβλικό ύφος και ενσωματωμένους τους διαλόγους στην αφήγηση (εκλείπουν παντελώς παύλες και εισαγωγικά) – μεταφέρει στον αναγνώστη το παράδοξα κλειστοφοβικό κλίμα ενός τέτοιου περιβάλλοντος, όπου ο υπαρξιακός τρόμος μοιάζει να συνιστά την πρώτη ύλη της Δημιουργίας. Ως αντιστάθμισμα, τα στιγμιότυπα μακροπερίοδου και λυρικού λόγου βοηθούν στην ανάγλυφη και γοητευτική οικοδόμηση ενός, κατά τ' άλλα, απωθητικού αφηγηματικού κόσμου, παρουσιάζοντας μία παρατακτική και άστικτη σύνταξη σχεδιασμένη να αντανακλά το αιώνια μετακινούμενο και πουθενά τερματιζόμενο Σύνορο των ανοικτών οριζόντων, εκείνο το φευγαλέο άγιο δισκοπότηρο των πιονέρων της Δύσης στο όνομα του οποίου κάθε φόνος δικαιολογείται και κάθε βαρβαρότητα φαντάζει μονόδρομος.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Κινηματογράφος: «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (2007)

ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ

«NO COUNTRY FOR OLD MEN»




    Το καλοκαίρι του 1980, στην έρημο του Τέξας κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, ένας άνεργος βετεράνος του Πολέμου του Βιετνάμ (Τζος Μπρόλιν) βρίσκει τα νεκρά απομεινάρια μίας συναλλαγής μεταξύ συμμοριών διακίνησης ναρκωτικών που πήγε στραβά και έναν σάκο με 2 εκατομμύρια δολάρια. Αποφασίζει να υποκλέψει τα χρήματα αντί να ειδοποιήσει τις Αρχές, αλλά σύντομα στο κατόπι του βρίσκονται Μεξικανοί συμμορίτες, ο τοπικός, ηλικιωμένος και λακωνικός Σερίφης (Τόμι Λι Τζόουνς) που αδυνατεί να κατανοήσει την παράλογη βία της νέας εποχής που ανατέλλει, καθώς και ένας ανεξέλεγκτος, ψυχοπαθής επαγγελματίας δολοφόνος (Χαβιέρ Μπαρδέμ) που προσελήφθη για να ανακτήσει τον σάκο, αλλά λειτουργεί με τους δικούς του, αιματοβαμμένους κανόνες.
    Οι Αδελφοί Κοέν επιστρέφουν σε φόρμα μετά την εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία της Αβάσταχτης γοητείας (2003) και της Συμμορίας των πέντε (2004), με σταθερούς συνεργάτες τους πίσω αλλά όχι μπροστά από την κάμερα, μεταφέροντας πιστά στην οθόνη ένα μυθιστόρημα του συγγραφέα Κόρμακ Μακάρθι και κατορθώνοντας να το οικειοποιηθούν πλήρως. Μείγμα βραδύκαυστου αστυνομικού θρίλερ και νεογουέστερν με αντισυμβατική αφηγηματική δόμηση και αναφορές στο σινεμά του Χίτσκοκ και του Πέκινπα, το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους συνιστά στον πυρήνα του μια λιτή ελεγεία για την αθωότητα που χάνεται και ένα σχόλιο για την εγγενή βία των δυτικών κοινωνιών, που ανέρχεται στην επιφάνεια των μετανεωτερικών μητροπόλεων με τη μορφή μιας παράλογης, διάχυτης νοσηρότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαία η τοποθέτηση της πλοκής στο 1980, όταν η πρωτοφανής αύξηση της εγκληματικότητας στα αστικά κέντρα των ΗΠΑ – στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, του Βιετνάμ και των κοινωνικών ταραχών του ‘70 – ήταν ακόμα καινούργιο φαινόμενο, ούτε ότι ο χαρακτήρας του Σερίφη, τελείως παρασκηνιακός ρόλος στα πρώτα δύο τρίτα του φιλμ, είναι τελικά αυτός που δίνει τον τίτλο της στην ταινία και τον τόνο στο πεσιμιστικό φινάλε.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Ιστορία ενός εγκλήματος» (1967)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

«IN THE HEAT OF THE NIGHT»




    Σε μια επαρχιακή, ρατσιστική κωμόπολη του Μισισίπι της δεκαετίας του 1960, ένας περαστικός καλοντυμένος Αφροαμερικανός από τη Φιλαδέλφεια (Σίντνεϊ Πουατιέ) συλλαμβάνεται τυχαία ως ύποπτος του φόνου ενός πλούσιου επιχειρηματία, ο οποίος είχε προσφάτως πραγματοποιήσει επενδύσεις στην περιοχή. Μόλις ο τοπικός Σερίφης Μπιλ (Ροντ Στάιγκερ) αντιλαμβάνεται πως ο συλληφθείς είναι αστυνομικός ειδικευμένος στις ανθρωποκτονίες, τον αφήνει διστακτικά ελεύθερο και – ευρισκόμενος σε αδιέξοδο – του ζητά να τον βοηθήσει στην έρευνα του φόνου. Ο μαύρος Βέρτζιλ διατάσσεται από τον προϊστάμενό του στη Φιλαδέλφεια να ικανοποιήσει το αίτημα του Σερίφη και, πιεζόμενος από τη θρηνούσα, πάμπλουτη και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις χήρα του επιχειρηματία, αναγκάζεται να παρατείνει τη διαμονή του στην εχθρική πόλη. Γρήγορα εμπλέκεται στον μικρόκοσμό της και παθιάζεται με την υπόθεση, ενώ τοπικοί παράγοντες επιπλήττουν τον Σερίφη για την εμπιστοσύνη την οποία δείχνει σε έναν νέγρο…
    Με βάση ένα πολύκροτο μυθιστόρημα και στον απόηχο του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων και των φυλετικών αναταραχών της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ, συλλαμβάνοντας τις ευαισθησίες της εποχής και την αίσθηση καλλιτεχνικής ελευθερίας του ολοκαίνουργιου τότε Νέου Χόλιγουντ, ο Νόρμαν Τζούισον κινηματογραφεί από εμφανώς φιλελεύθερη σκοπιά μία εξαιρετικά επίκαιρη και τολμηρή (το 1967) αστυνομική ταινία μυστηρίου η οποία δεν αποφεύγει τις χολιγουντιανές συμβάσεις και την κερδοσκοπική έμφαση στην ανάδειξη των ηθοποιών-αστέρων της, αλλά ταρακούνησε το κατεστημένο της εποχής παρουσιάζοντας τη συνεργασία ενός λευκού και ενός μαύρου αστυνομικού και συνεισέφερε στην οριστική απαξίωση των συντηρητικών ηθών τα οποία ακόμα επικρατούσαν σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ. Το σενάριο, κατά απλοϊκό τρόπο, στιγματίζει απολύτως ηθικά τους περισσότερους χαρακτήρες αναλόγως με τη στάση τους απέναντι στο «φυλετικό ζήτημα», με εξαίρεση κάποιον αδιάφορο για το θέμα κατά λάθος συλληφθέντα (μία άψογη υποστηρικτική ερμηνεία από τον Σκοτ Γουίλσον, ο οποίος το ίδιο έτος πρωταγωνίστησε στο Εν ψυχρώ) και τους δύο βασικούς ήρωες: ο Βέρτζιλ, ελαφρώς ναρκισσιστής, παθιάζεται τόσο με την υπόθεση που αφήνει το μένος του για τους ρατσιστές να θολώσει την κρίση του παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και την ευφυΐα του, ενώ ο Σερίφης Μπιλ, κατά βάθος ευσυνείδητος και φιλότιμος, εξελίσσεται όμορφα καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ, ώστε από τυπικός – λόγω περιρρέοντος κλίματος – ρατσιστής, καταλήγει να σέβεται, να υπερασπίζεται και να νοιάζεται τον Βέρτζιλ. Η εξέλιξη αυτή και η μεθοδική διαμόρφωση της φιλίας των δύο ανδρών συνιστά τον πυρήνα της αφήγησης· είναι πράγματι μεγάλη απόλαυση η αλληλεπίδραση του Στάιγκερ και του Πουατιέ στους ρόλους αυτούς και, παρά τον υπέρμετρο μανιερισμό που εύκολα διακρίνει ο σημερινός θεατής σε ορισμένες σκηνές, οι ερμηνείες τους είναι τόσο στιβαρές που προσδίδουν ακόμα περισσότερο βάθος σε χαρακτήρες έτσι κι αλλιώς πολυδιάστατους, ισχυρογνώμονες, μοναχικούς και αλαζόνες, μα ευφυείς και καλοπροαίρετους.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Εν ψυχρώ» (1967)

ΕΝ ΨΥΧΡΩ

«IN COLD BLOOD»




    Σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, ένας νεαρός αποφυλακίζεται και συναντάται με έναν παλιό του συγκρατούμενο. Μαζί αποφασίζουν να διαρρήξουν το σπίτι ενός αγρότη βασισμένοι στην υποψία ότι έχει κρυμμένα 10000 δολάρια. Το απρόσμενο μακελειό τους καθιστά φυγάδες με τέσσερις νεκρούς στο διάβα τους, ενώ η Αστυνομία προσπαθεί να τους ταυτοποιήσει και να τους εντοπίσει ως δράστες ενός φονικού ακατανόητου και παράλογου – το υποτιθέμενο χρηματοκιβώτιο ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτο και τα λάφυρα περιορίζονται σε 43 δολάρια κι ένα παλιό ραδιόφωνο…
    Στηριγμένος στο ομώνυμο, σχεδόν μυθιστορηματικό βιβλίο του Τρούμαν Καπότε, ήδη διάσημου από το Πρόγευμα στου Τίφανις, ο σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Μπρουκς μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα γεγονότα γύρω από έναν μαζικό φόνο ο οποίος συγκλόνισε τη βορειοαμερικανική κοινή γνώμη του 1959. Ο Πέρι Σμιθ (Ρόμπερτ Μπλέικ) – ένας εθισμένος στην… ασπιρίνη βετεράνος της Κορέας – είναι βαρύθυμος, ευαίσθητος, με όνειρο να γίνει διασημότητα, με εκρήξεις βίας και βαρυνόμενος από ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης και εγκατάλειψης από τον μέθυσο και αγροίκο πατέρα του. Υπάρχουν στιγμές που αδυνατεί να διακρίνει τη φαντασίωση από την πραγματικότητα, αλλά και στιγμές όπου τον πλημμυρίζει οίκτος και διορατικότητα. Ο Ρίτσαρντ Χίκοκ (Σκοτ Γουίλσον) είναι αστείος, γοητευτικός, επαγγελματίας απατεώνας και ο «εγκέφαλος» του σχεδίου – επίσης δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς και είναι ο πιο πρόθυμος να μην αφήσει πίσω του μάρτυρες, αλλά χρειάζεται «κάποιον να πατήσει τη σκανδάλη». Από μόνοι τους είναι ακίνδυνοι, από κοινού δημιουργούν μία προσωπικότητα εκρηκτική και φονική… Το φιλμ παρακολουθεί τη διαδρομή από τη συνάντησή τους και τη σύλληψη του σχεδίου, μέχρι τον απαγχονισμό τους από τους κρατικούς δημίους πέντε χρόνια μετά. Ένα μικρό τμήμα της πλοκής αφορά και την αστυνομική έρευνα για την αναγνώριση και εύρεση των δραστών, από την επομένη του εγκλήματος μέχρι τη σύλληψη και τη δίκη τους. Πιστό στη δομή του βιβλίου όπου βασίστηκε, το φιλμ δεν περιγράφει τη νύχτα των φόνων παρά μόνο μέσω μνημονικής αναδρομής στο παρελθόν προς το φινάλε, οικοδομώντας έτσι με επιτυχία μία αύρα μυστηρίου κατά το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας όσον αφορά τις συνθήκες και τα αίτια του εγκλήματος. Αυτό είναι σημαντικό για μία ταινία η οποία συνολικά δεν στηρίζεται στην αγωνία αλλά στη θλίψη ¬– η ιστορία του Πέρι και του Ρίτσαρντ δεν έχει σασπένς, δεν έχει κινηματογραφική γοητεία, είναι απλώς θλιβερή.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Μπόνι και Κλάιντ» (1967)

ΜΠΟΝΙ ΚΑΙ ΚΛΑΪΝΤ

«BONNIE AND CLYDE»




    Ένα ανορθόδοξο και πρωτοποριακό γκανγκστερικό φιλμ, στηριγμένο σε αληθινή ιστορία, αποτέλεσε τον δούρειο ίππο του «Νέου Χόλιγουντ» περί τα τέλη της πιο κομβικής μεταπολεμικής δεκαετίας. Μετά τις δονήσεις τις οποίες προκάλεσε κατά το προηγούμενο έτος στη βιομηχανία διασκέδασης των ΗΠΑ το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;, εν μέσω πρωτοφανών κοινωνικοπολιτικών αναταραχών και εμφανούς μετάλλαξης του κινηματογραφικού κοινού, το Μπόνι και Κλάιντ προχώρησε παραπέρα, έσπασε κάθε κανόνα, συντάραξε θεμελιωδώς με τη σειρά του το στουντιακό κύκλωμα του Χόλιγουντ, σημείωσε τεράστια επιτυχία διεθνώς και πέρασε ταχύτατα στη σφαίρα του καλλιτεχνικού θρύλου.
    Ο σκηνοθέτης Άρθουρ Πεν αφηγείται την άνοδο και την πτώση ενός ζεύγους καταζητούμενων νεαρών ληστών τραπεζών (Γουόρεν Μπίτι και Φαίη Ντάναγουεϊ, στους ρόλους οι οποίοι τους καταξίωσαν) την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, αποφασισμένων να γίνουν διάσημοι μέσω των ΜΜΕ και εξαιρετικά λαοφιλών σε μια εποχή διάχυτης εξαθλίωσης, τεράστιας ανεργίας, γιγαντωμένων κοινωνικών ανισοτήτων και μεγάλης απαξίωσης του οικονομικού συστήματος στις ΗΠΑ. Οι συντελεστές αποφεύγουν κάθε ηθοπλαστικό δίδαγμα και αποδίδουν τα γεγονότα με έναν κωμικό και ρομαντικό τόνο, αντιπαραθέτοντας το ύφος αυτό με εμβόλιμες, διάσπαρτες δόσεις ερωτισμού και ωμής, αλογόκριτης αλγεινής βίας, χωρίς φιλμικό προηγούμενο για παραγωγές τέτοιου τύπου και κόστους. Ο πρωταγωνιστής είναι σεξουαλικά ανίκανος, περιστοιχίζεται σκηνοθετικά από φαλλικά σύμβολα και σε μία απροσδόκητη σκηνή η ενεργητική, διεκδικητική ηρωίδα – ερωτικά διεγερμένη από την αρρενωπή επίδειξη εγκληματικότητας – επιχειρεί μάταια να προβεί σε πεολειχία. Η γλώσσα του σεναρίου είναι καθημερινή ενώ τα κίνητρα και το υπόβαθρο των χαρακτήρων υπονοούνται ή απεικονίζονται οπτικά, δεν εκφράζονται λεκτικά. Από κοινού με το κοφτό μοντάζ, τους συμπαθείς αντιήρωες (παρά τις δολοφονίες στις οποίες προβαίνουν περιστασιακά) και την ουδέτερη στάση των σεναριογράφων απέναντι στην παρανομία, οι τακτικές αυτές ήταν υπέρμετρα καινοτόμες και «ύποπτες» για το μεταπολεμικό χολιγουντιανό στουντιακό κύκλωμα – του μεγάλου θεάματος, της επιβεβαίωσης των «παραδοσιακών» συντηρητικών αξιών, της «διανόησης» του Μπρόντγουεϊ ή της προπαγάνδισης του πολιτικού κατεστημένου – το οποίο όμως είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Κινηματογράφος: «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1966)

ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;

«WHO'S AFRAID OF VIRGINIA WOLF?»




    Φλύαρο αλλά δυνατό δράμα δωματίου, με κοφτερή πρόζα, εκρηκτικές ερμηνείες και σχεδόν κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς μεταφέρει με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ένα πετυχημένο θεατρικό έργο της εποχής στη μεγάλη οθόνη και με τον δυναμισμό της κάμεράς του κατορθώνει να υπερβεί τις προφανείς καταβολές του σεναρίου. Τα σποραδικά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ (σύζυγοι στην ταινία αλλά και στην πραγματική ζωή), υποβοηθούμενα από την αδρή ασπρόμαυρη φωτογραφία και την κομψή χορογραφία της κάμερας καθώς παρακολουθεί τους ηθοποιούς να κινούνται, συμπληρώνουν το ακατάσχετο, βίαιο λεκτικό παραλήρημα των τεσσάρων κύριων χαρακτήρων – συμβατικών μεσοαστών του πνιγηρού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος της Νέας Αγγλίας – κατά τη διάρκεια της μοναδικής, μα αλησμόνητης, κοινής τους νύχτας. Καθόλου τυχαία, ο φακός είναι απομακρυσμένος από τους ήρωες στις στιγμές της ηρεμίας και δυσάρεστα εγγύς στις – πολύ περισσότερες – στιγμές της συναισθηματικής καταιγίδας.

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Κινηματογράφος: «Το κόκκινο βιολί» (1998)

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΟΛΙ

«THE RED VIOLIN»




    Η παράξενη ιστορία ενός ξεχωριστού βιολιού, της «τελειότερης ακουστικής μηχανής» που κατασκευάστηκε ποτέ, μα συνοδεύεται από μια επώδυνη κατάρα, μας ταξιδεύει από την Ιταλία του ύστερου Μπαρόκ μέχρι το σημερινό Μόντρεαλ, με ενδιάμεσους σταθμούς τη μετεπαναστατική Γαλλία, τη βικτωριανή Αγγλία και τη μαοϊκή Κίνα της Πολιτιστικής Επανάστασης. Δύο κεντρικές υποπλοκές αλληλοπλέκονται και περιβάλλουν ταυτοχρόνως αυτή την καλειδοσκοπική αφήγηση: η επεισοδιακή δημοπρασία του πολύτιμου βιολιού στο παρόν και η πρόγνωση των μελλούμενων από μία ταρομάντη υπηρέτρια προς τη σύζυγο (την Άννα) ενός διάσημου Ιταλού κατασκευαστή μουσικών οργάνων (του Μπουσότι) το 1681 – μία πρόγνωση που δεν αφορά τελικά την ίδια, αλλά το βιολί που κατασκεύασε και της αφιέρωσε ο αγαπημένος της κατά τη διάρκεια της μοιραίας εγκυμοσύνης της…

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Κινηματογράφος: «Οι άγριές μας μέρες» (1990)

ΟΙ ΑΓΡΙΕΣ ΜΑΣ ΜΕΡΕΣ

«DAYS OF BEING WILD»




    Το πρώτο σημαντικό φιλμ του Κινέζου σκηνοθέτη Γουόνγκ Καρ-Βάι, από την πρώιμη ακόμα περίοδό του, απομακρύνεται από το εμπορικό σινεμά του Χονγκ Κονγκ της εποχής (1990), οριοθετεί το ατμοσφαιρικό, μελαγχολικό ύφος του νέου τότε δημιουργού και διατηρεί ακόμα ανέπαφη τη μαγεία του, εν πολλοίς χάρη στην αξιομνημόνευτη διεύθυνση φωτογραφίας από τον Κρίστοφερ Ντόιλ. Η πλοκή επικεντρώνεται στον Γιορκ, έναν άστατο, ψυχρό, εγωκεντρικό, άεργο μα γοητευτικό εργένη του 1960, ανίκανο για δέσμευση, ο οποίος συνηθίζει να παρατά εύκολα τις γυναίκες αδιαφορώντας για τα πληγωμένα τους αισθήματα. Ενσαρκώνει «το πουλί που πετά διαρκώς και προσγειώνεται μόνο τη στιγμή που πεθαίνει», όπως ο ίδιος επαναλαμβάνει τακτικά. Η σχέση του με δύο ερωτικές του συντρόφους, η αντιπαλότητά του με τη θετή του μητέρα – μία ηλικιωμένη πόρνη πολυτελείας – και το μάταιο ταξίδι του στις Φιλιππίνες για να εντοπίσει τη βιολογική του μητέρα, τοποθετούνται σε πρώτο πλάνο. Στο φόντο, παρακολουθούμε τον ανεκπλήρωτο έρωτα δύο άλλων ανδρών, του καλύτερου φίλου του Γιορκ και ενός αστυνομικού του Χονγκ Κονγκ ο οποίος γίνεται ναυτικός και συναντά τυχαία τον ήρωα στις Φιλιππίνες, για τις δύο πληγωμένες ερωμένες του πρωταγωνιστή. Ωστόσο, η επεισοδιακή δομή, οι δυσάρεστοι χαρακτήρες και η υψηλή αποσπασματικότητα του σεναρίου αφαιρούν το ενδιαφέρον από τη σχεδόν αφαιρετική πλοκή του εγχειρήματος, μετατοπίζοντας μαεστρικά την προσοχή του θεατή στον διάχυτο ερωτισμό και στην αισθησιακή, κομψή, ρετρό σκιαγράφηση κάποιου άλλου τόπου και μιας άλλης εποχής, μέσα από έναν έντεχνο καμβά καθημερινών προσώπων και διασταυρούμενων οπτικών γωνιών.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Τηλεόραση: «Mister Robot» (2015 - )

MISTER ROBOT





    Ο Έλιοτ Άλντερσον (Ράμι Μάλεκ) είναι τα πρωινά ένας νεαρός υπάλληλος της Allsafe, μίας μεγάλης φίρμας ασφάλειας υπολογιστών – λαμπρό μυαλό και εξαιρετικά ταλαντούχος, αποτελεί τον πολυτιμότερο μηχανικό ασφαλείας στη Νέα Υόρκη. Τις νύχτες γίνεται ένας δεινός χάκερ, κάποιος που προσπαθεί κρυφά, με τον τρόπο του, να βελτιώσει τον κόσμο μας. Ο μοναχικός Έλιοτ, τρέμοντας παθολογικά την κοινωνική επαφή, έχει ως μοναδική φίλη τη συνάδελφό του Άντζελα. Μαζί της τον δένει μία τραγική εμπειρία: ο ταυτόχρονος θάνατος των γονέων τους όταν ήταν παιδιά, εξαιτίας μόλυνσης από τοξικά απόβλητα για την οποία υπεύθυνη ήταν η πανίσχυρη πολυεθνική εταιρεία E Corp. Κρυφά σχεδόν από όλους ο Έλιοτ είναι μορφινομανής, κάνει περιστασιακά σεξ με το βαποράκι του, τη Σέιλα, υποφέρει από παρανοϊκές παραληρητικές ιδέες, επισκέπτεται τακτικά μία ψυχίατρο και συνηθίζει να διεισδύει στα πιο ιδιωτικά μυστικά των άλλων χακάροντας τα δικτυακά τους προφίλ. Το βαθύτερό του όνειρο όμως, φαινομενικά μη πραγματοποιήσιμο, είναι να καταστρέψει την E Corp. Όταν η fsociety, μία ελίτ ομάδα αναρχικών κυβερνοακτιβιστών με επικεφαλής τον ημιπαράφρονα «Κύριο Ρομπότ» (Κρίστιαν Σλέιτερ) τον προσεγγίζει για να τον στρατολογήσει και να τον μυήσει στα μυστικά τους σχέδια, αποζητώντας να εκμεταλλευτούν τη στρατηγική του θέση στην Allsafe, ξαφνικά όλα μοιάζουν δυνατά – η E Corp είναι ο κύριος πελάτης της φίρμας. Η fsociety υπόσχεται πως τα χρέη όλων των πολιτών προς τις τράπεζες μπορούν να διαγραφούν και το κοντέρ των ταξικών διαιρέσεων να μηδενίσει, παρασύροντας την E Corp στον γκρεμό. Στον δρόμο τους βρίσκεται ο φιλόδοξος και αδίστακτος γιάπης Ταϊρέλ Ουέλικ, ένα ανώτατο στέλεχος της E Corp με προχωρημένες τεχνικές γνώσεις στην ασφάλεια υπολογιστικών συστημάτων.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Badlands» (1973)

BADLANDS

«BADLANDS»




    Σε μια επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1950, ένας νεαρός περιπλανώμενος άνεργος (Μάρτιν Σιν) συνάπτει ερωτική σχέση με την δεκαπεντάχρονη Χόλυ (Σίσι Σπέισεκ). Όταν ο δεσμός τους γίνεται αντιληπτός από τον λιγομίλητο, συντηρητικό πατέρα της, ο τελευταίος της απαγορεύει να ξαναδεί τον Κιτ. Οι δύο νέοι επιχειρούν να το σκάσουν μαζί και, κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής, ο Κιτ πυροβολεί θανάσιμα τον πατέρα της ερωμένης του. Με την Αστυνομία στο κατόπι τους διασχίζουν τις μεσοδυτικές ΗΠΑ αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο και διαπράττοντας στην πορεία σωρεία φόνων, στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη. Με την απόπειρά τους για μοναχική ζωή εκτός πολιτισμού – στην καρδιά της φύσης – να αποδεικνύεται πλάνη, η τελική σύγκρουση με μια κοινωνία ομοιομορφίας είναι αναπόφευκτη.
    Το 1973, καταμεσής της εποχής του «Νέου Χόλιγουντ» που σάρωνε τον υπερατλαντικό κινηματογράφο αναβαθμίζοντας τον ρόλο του σκηνοθέτη ως καλλιτέχνη, ο νεαρός Τέρενς Μάλικ δημιούργησε με το ντεμπούτο του ένα μικρό κομψοτέχνημα σχεδόν μηδαμινού προϋπολογισμού, εμπνεόμενος από κάποιο αληθινό περιστατικό του 1957 και με μοντέλο το προγενέστερο Μπόνι και Κλάιντ. Το σενάριο είναι λιτό και οι διάλογοι απέριττοι – το φιλμ στηρίζεται κυρίως στους χαρακτήρες, στις εξαιρετικές ερμηνείες και στη σκηνοθεσία του. Εκείνος είναι πολυμήχανος, φιλόδοξος, όμορφος, αλλά απαίδευτος, κενός και αδιάφορος. Σέβεται τις δυνάμεις επιβολής του νόμου και την άρχουσα τάξη, μα πυροβολεί με το παραμικρό και ως μόνη προσβάσιμη οδό προς την «αναγνώριση» αντιλαμβάνεται το έγκλημα. Εγωκεντρικός και μοναχικός, έχει εμμονή με τον χρόνο που κυλά και τη φήμη που νομίζει πως πρέπει να αποκτήσει. Εκείνη είναι απλοϊκή, εξίσου κενή και βαριεστημένη, ζητώντας να καλύψει με οποιονδήποτε τρόπο τη μοναξιά και την ανία της. Προσκολλάται στον Κιτ και τον υπακούει, μα στην πραγματικότητα είναι αποστασιοποιημένη από τις περιπέτειες και τις αποφάσεις του. Αυτό που κατά βάθος αποζητά είναι να γνωρίσει τον κόσμο. Καθόλου τυχαία, όλη η ταινία είναι μία αναδρομική αφήγηση μέσω σπικάζ της Χόλι που παρεμβαίνει σποραδικά για να σχολιάσει τα δρώμενα εκτός πλάνου – από την αρχή γνωρίζουμε πως παρακολουθούμε μία προδιαγεγραμμένη τραγωδία με έναν μόνο επιζώντα.

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Ερωτική επιθυμία» (2000)

ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

«IN THE MOOD FOR LOVE»




    Πρώτο έργο της ωριμότητας ενός σύγχρονου κινηματογραφικού δημιουργού της Κίνας, διεθνώς αναγνωρισμένο και πολυβραβευμένο (υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών του 2000), η Ερωτική επιθυμία – μέσα σε περίπου μία ώρα και τριανταπέντε λεπτά – κατορθώνει να μαγέψει, να ταξιδέψει, να συγκινήσει και να εκπλήξει τον θεατή, με όχημα μία τετριμμένη ιστορία. Ένας άψογα στυλιζαρισμένος καμβάς προσώπων, στιγμών και καταπιεσμένων συναισθημάτων, επικεντρωμένος στο ταραχώδες, πνιγμένο απ’ τη βροχή και την πολυκοσμία Χονγκ Κονγκ της δεκαετίας του 1960 και στο ιδιωτικό δράμα δύο χαμηλών τόνων γειτόνων: ενός δημοσιογράφου και μίας γραμματέα, οι οποίοι συνειδητοποιούν πως οι – πάντα άφαντοι από το κάδρο – σύζυγοί τους διατηρούν κρυφό δεσμό. Οι πρωταγωνιστές αναπτύσσουν μία στενή, αμφίσημη πλατωνική σχέση και αντιμετωπίζουν τον σχολιασμό από τον συντηρητικό και φλύαρο κοινωνικό περίγυρο. Αδυνατούν όμως να παρατήσουν τις μοναχικές τους ζωές, να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα και να υποκύψουν στην έλξη τους, περιοριζόμενοι στην από κοινού αναπαράσταση φανταστικών σεναρίων λεκτικής αντιμετώπισης των συζύγων τους. Κι όταν συναντιούνται κρυφά στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, είναι για να συγγράψουν ένα μυθιστόρημα πολεμικών τεχνών – οι μόνες στιγμές όπου νιώθουν πραγματικά ευτυχισμένοι. Ο χρόνος και η απόσταση είναι που σβήνουν τελικά τον ανεκπλήρωτο πόθο, αφήνοντας μόνο το φορτίο της μνήμης να βαραίνει τον ήρωα, ξέχειλο από τα μυστικά μιας περασμένης εποχής.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Ο επαναστάτης του Αλκατράζ» (1967)

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΑΛΚΑΤΡΑΖ

«POINT BLANK»




    Ο «Οργανισμός», ένας επιχειρηματικός όμιλος των ΗΠΑ που διασυνδέεται με τον υπόκοσμο και κινείται στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος, αξιοποιεί το εγκαταλελειμμένο νησί του Αλκατράζ στα ανοιχτά του Σαν Φρανσίσκο – πρώην φυλακή υψίστης ασφαλείας – ως σημείο ανταλλαγής μεγάλων χρηματικών ποσών από παράνομες δραστηριότητες. Ο Γουόκερ (Λη Μάρβιν) βοηθά τον φίλο του Μαλ Ρηζ, μέλος του Οργανισμού που έχει περιπέσει σε δυσμένεια καθώς χρωστά δεκάδες χιλιάδες δολάρια στους εργοδότες του, να διεισδύσει στο Αλκατράζ, να αναχαιτίσει μία νυχτερινή ανταλλαγή και να κλέψει το διακινούμενο ποσό. Ο Μαλ όμως, διατηρώντας ερωτικό δεσμό με τη σύζυγο του Γουόκερ και έχοντας ανάγκη το σύνολο των κλοπιμαίων προκειμένου να ξεπληρώσει το χρέος του και να αναρριχηθεί εκ νέου στην ιεραρχία, πυροβολεί τον συνεργάτη του ώστε να σφετεριστεί το μερίδιό του και τον αφήνει στο νησί, θεωρώντας τον νεκρό. Ορισμένα χρόνια μετά ο Γουόκερ, έχοντας θαυματουργά κατορθώσει να επιζήσει και να διαφύγει, προσεγγίζεται από έναν μυστηριώδη άνδρα με ύποπτα καλή πληροφόρηση και αποδέχεται μία ξεχωριστή αποστολή: πρέπει να καταστρέψει τον Οργανισμό, να δολοφονήσει τους ηγέτες του, συμπεριλαμβανομένου του Ρηζ, και με την ευκαιρία να διεκδικήσει τα 93000 δολάρια που του εκλάπησαν...
    Αστυνομικό θρίλερ με σημαντικές επιρροές από το φιλμ νουάρ αλλά και από την – επίκαιρη το 1967 – γαλλική νουβέλ βαγκ, κυρίως ως προς τον αντισυμβατικό χειρισμό του φιλμικού χωροχρόνου και ήχου, τις απρόσμενες εκρήξεις βίας και τις απότομες αλλαγές ρυθμού και τόνου στην αφήγηση. Ο Επαναστάτης του Αλκατράζ είναι η πρώτη πραγματικά σημαντική ταινία του Τζον Μπούρμαν και μπορεί να ενταχθεί στο ανανεωτικό Νέο Χόλιγουντ, τη χρονιά που αυτό λάμβανε σάρκα και οστά στην υπερατλαντική κινηματογραφική σκηνή. Το πρώτο ημίωρο της ταινίας αγγίζει την ψυχεδέλεια, μέσα από διάσπαρτα τμήματα κατακερματισμένης και μη γραμμικής αφήγησης, αδιαφανή χρονικά άλματα, ονειρική αίσθηση, απρόσμενες γωνίες λήψης και σκηνοθετικά τρικ (π.χ. ο απειλητικός ρυθμικός ήχος από το ταχύ βάδισμα του Γουόκερ επικαλύπτει συνεχόμενα πολλαπλές διαφορετικές σκηνές εκτυλισσόμενες σε διαφορετικούς χώρους, ώσπου καταλήγει στο βίαιο σπάσιμο της πόρτας του σπιτιού όπου διαμένει η πρώην σύζυγός του). Στη συνέχεια βεβαίως το φιλμ «εξομαλύνεται», με σποραδικές μόνο δόσεις παραισθητικής ποιότητας. Στυλιζαρισμένο, βίαιο και γοητευτικό, τοποθετεί τον ψυχρό και σκληροτράχηλο ήρωα σε μια παράλογη αποστολή (όπως του λένε προσπαθεί «να διαλύσει αυτή τη γιγάντια οργάνωση για ένα ασήμαντο ποσό 93000 δολαρίων») κάτω από την οποία κρύβεται απλή και καθαρή εκδίκηση. Ο συναισθηματικά ισοπεδωμένος χαρακτήρας του Γουόκερ και η ερμηνεία του Μάρβιν είναι στο επίκεντρο διατηρώντας σταθερό το ενδιαφέρον του θεατή, ακόμα και στα σημεία όπου η πλοκή μοιάζει να χωλαίνει, ενώ χάρη σ’ αυτόν οι πιο σουρεαλιστικές στιγμές (π.χ. ο καυγάς στο πολύχρωμο νυχτερινό κλαμπ με τη συνοδεία των φανκ κραυγών του τραγουδιστή) πετυχαίνουν να διατηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ στυλιζαρίσματος και εύπεπτης αφήγησης.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Κινηματογράφος: «Δαιμονισμένος άγγελος» (1987)

ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

«ANGEL HEART»




    Νέα Υόρκη, 1955. Ο Χάρι Έιντζελ (Μίκι Ρουρκ) είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ για «ελαφρές» υποθέσεις – όχι πολύ πετυχημένος, όχι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνος, μονίμως σε οικονομική στενότητα, ενδιαφερόμενος περισσότερο για καπνό, γυναίκες και ποτό παρά για τη δουλειά του. Όμως μία μεγάλη νομική φίρμα τον προσλαμβάνει για λογαριασμό ενός ιδιόρρυθμου, μυστικοπαθή μεγιστάνα, του Λούι Σάιφερ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), προκειμένου να εντοπίσει έναν προπολεμικό τραγουδιστή ο οποίος πριν από πολύ καιρό επιστρατεύτηκε, τραυματίστηκε στο κεφάλι και επέστρεψε σε κώμα από τα ευρωπαϊκά μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – τον Τζόνι Φέιβοριτ. Ο Τζόνι υποτίθεται πως είναι εδώ και μια δωδεκαετία κατάκοιτος σε νοσοκομείο βετεράνων, αλλά ο Σάιφερ έχει λόγους να πιστεύει πως αυτό δεν αληθεύει και ότι κάποιος τον εξαπατά. Ο Χάρι, παρά το άσχημο προαίσθημα για το δυσερμήνευτο ενδιαφέρον του πελάτη του σχετικά με τον άτυχο τραγουδιστή, δέχεται να ερευνήσει εξαιτίας της υψηλής αμοιβής. Μία φαινομενικά απλή υπόθεση εξαφάνισης θα τον οδηγήσει από τους μουντούς δρόμους της Νέας Υόρκης στους βάλτους της Λουιζιάνα και θα τον εμπλέξει με αποκρυφιστικούς κύκλους σατανιστών και πιστών του βουντού. Ταυτοχρόνως, τα πτώματα μαρτύρων και ανθρώπων σχετικών με την εξαφάνιση του Τζόνι συσσωρεύονται μυστηριωδώς γύρω του, με τον ίδιο να καταλήγει κύριος ύποπτος της Αστυνομίας.
    Οι Πάρκερ, Ρουρκ και ντε Νίρο, στην εποχή που βρίσκονταν και οι τρεις στο απόγειο της καριέρας τους, συνεργάστηκαν σ’ αυτή την αφηγηματικά υποδειγματική μείξη στυλιζαρισμένου, μακάβριου και υποβλητικού υπερφυσικού θρίλερ μυστηρίου, ταινίας τρόμου και φιλμ νουάρ. Με πλούσια πλοκή στηριγμένη σε μυθιστόρημα, ο Δαιμονισμένος άγγελος ποντάρει στην ύφανση μίας πυκνής, απειλητικής ατμόσφαιρας και στην αποπλάνηση του θεατή από το καλά δομημένο μυστήριο με τις απανωτές ανατρωπές. Παρά τις απλόχερες ενδείξεις περί του τι πράγματι συμβαίνει, ήδη από νωρίς, η πλοκή παρασύρει άκοπα τον θεατή χάρη στη μαεστρία του σκηνοθέτη και το γοητευτικό κλίμα. Τελικός στόχος όμως είναι εμφανώς η πρόκληση του σοκ: σατανισμός, νοσηρός ερωτισμός, εξωτικός αισθησιασμός, αιμομειξία, σπλάτερ και γκραν γκινιόλ, εκτροχιάζουν γρήγορα ένα αρχετυπικό αστικό παραμύθι σκλητροτράχηλου νουάρ με αναξιόπιστο αφηγητή.